Συναλλαγή, δοσοληψία (κυριολεκτικά), συνήθως ψιλοπαράνομη ή ύποπτη συναλλαγή. Σπανιότερα ή μεταφορικά ερωτοτροπίες (flirt / φλερτ) και τα περαιτέρω.

Αντιστοιχεί με το πάλι ποτέ ελληνικόν: Δούναι και λαβείν (και τα δυο με περισπωμένη) των λογιστικών 'κιταπιών' που αντικαταστάθηκε με το Βιβλίο Εσόδων - Εξόδων.

Μερικοί το προφέρουν και alish-verish και είναι πιο σωστό.

Δάνειο απ' ευθείας από την τουρκική, όπου είναι επίσης σε χρήση, από τα ρήματα almak -παίρνω, vermek -δίνω.

  1. Πάει στη λαϊκή γιατί του αρέσει (έχει στο αίμα του) το αλισιβερίσι.

  2. Συναντήθηκαν σ' ένα ταξίδι και άρχισαν το αλισιβερίσι (επί ερωτικής και παντός άλλου είδους δοσοληψίας).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified