Άρχικά: Νεαροί που κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής, που είχε μεγάλη πείνα, σαλτάρανε (πηδούσαν) πάνω στα καμιόνια με τα τρόφιμα του γερμανικού στρατού και πετούσαν κάτω πράγματα στον κόσμο. Φυσικά όσοι δεν διέφευγαν σκοτώνονταν επί τόπου.

Σήμερα, μεταφορικά: Κάθε τύπος που κάνει δουλειές του ποδαριού και μικροαπάτες μετακινούμενος συνεχώς. Άτομο αφερέγγυο, ιδίως γύρω από το (υποτιθέμενο) επάγγελμά του.

  1. Μην πιστεύεις ότι θα σου κάνει τη δουλειά. Αυτός είναι σαλταδόρος (στο επάγγελμα).

  2. Ένα σωρό σαλταδόροι άνοιξαν παντού μεζεδοπωλεία / επιδιορθωτήρια υποδημάτων κ.ο.κ. και τα μαγαζιά ανοίγουν και κλείνουν.

  3. Αυτός δεν είναι μεσίτης, είναι σαλταδόρος. Θα σου πάρει την προκαταβολή και θα εξαφανιστεί.

Aααααχχχχχ!!!!! (από gaidouragathos, 13/05/11)

Για τη δεύτερη σημασία, σύγκρινε: κομπογιαννίτης, μπασματζής, σκιτζής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified