Το σύνολο των ανεπίσημων μυστικοσυμβούλων, που παρασκηνιακά ασκούν εξουσία, επηρεάζοντας ως προς τη λήψη αποφάσεων ένα ισχυρό άτομο, που έχει συνήθως πολλές δικαιοδοσίες.

Το λήμμα έχει καταστεί συνώνυμο της διαφθοράς, των υπόγειων και αδιαφανών διαδικασιών και της παρακμής.

Η λέξη πρωτοεμφανίστηκε το 1814 περιγράφοντας τον κύκλο προσώπων που περιστοίχιζαν το βασιλιά της Ισπανίας Φερδινάνδο Ζ΄, οι οποίοι συνεδρίαζαν μυστικά στον αντιθάλαμο (camarilla) παραπλεύρως της βασιλικής αίθουσας και ασκούσαν ισχυρή επιρροή στις βασιλικές αποφάσεις.

  1. Kαρακιτσαριό ...με «πράσινη καμαρίλα» στην ΕΡΤ, την ώρα που η Ελλάδα χρεοκοπεί. (από δω)

  2. Αντώνη, η καμαρίλα μας έχει σπάσει τη μύτη. (απέ κει)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified