Συνώνυμο του «φάγαμε τον αγλέορα». Εμπεριέχει μια μεγαλύτερη δόση καφρίλας από το προηγούμενο.

- Πού είχατε πάει την Κυριακή ρε;
- Μαζευτήκαμε τα παιδιά από τη δουλειά για φαγητό. Καλά, έγινε χαμός!
- Κατάλαβα. Από τιμές;
- Πήγαμε σε ένα ταβερνάκι δίπλα στο γραφείο. Πολύ φθηνό. Φάγαμε τα πόδια μας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified