Σκάω μύτη, ξεμυτίζω. Ξεφυτρώνω. Ξεπετάγομαι. Παίρνω θάρρος και, προσεκτικά και δειλά, τσουπ, εμφανίζομαι. Παράδειγμα 1.

Ξετσουπίζω - ξεπετάγομαι: το παιδάκι που ως εκείνη τη στιγμή κρύβεται πίσω από τη μαμά, αρχίζει να αποκτά αυτοπεποίθηση ωριμάζοντας και τσουπ, αποκτά δειλά και προσεκτικά πρωτοβουλίες - δοκιμή και σφάλμα. Η οικεία εικόνα του μπόμπιρα που ζητάει με το βλέμμα την άδεια της μαμάς, τσουπ, αφήνει το χέρι και πάει να παίξει μπάλα λίγα μέτρα πιο κει - ξετσούπισε (και σε λίγο θα φάει τη χύμα γιατί δεν έχει καλή ισορροπία ακόμα, αλλά θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία). Παράδειγμα 2.

Ξετσουπίζω - ξεθαρρεύω: η ποντικομαμή που κρυβόταν πίσω από τα θαμνάκια καιροφυλακτώντας, βρήκε την κατάλληλη συγκυρία να πεταχτεί από την κρυψώνα, τσουπ, γύρισε ο τροχός τώρα θα γαμήσει κι εκείνος που ένιωθε φτωχός, τώωωρα θα σας δείξω εγώ, θα δείτε τι θα πάθετε. Παράδειγμα 3 (με την έννοια που χρησιμοποιείται από τον συγγραφέα, δεν τον ξέρω τον Αρκάδα).

  1. Εδώ: βιβλιο-γραφίες: *** Ενα ακόμη βιβλιοπωλείο ξετσούπισε στο Διαδίκτυο: www.AboutBooks.gr.

  2. αναλαμπή: Η μικρή έχει αρχίσει να τραγουδάει πια. Μόνη της, εκεί που παίζει. Κάνει τα δικά της mashup. Το κουνελάκι με του μανώλη την ταβέρνα (που έπεσε μια τουφεκιά - ΜΠΟΥΜ!). Φεύγει για το χωριό με τους παππούδες, υποδέχεται τα ξεδέρφια για nights in με μπομπ, πατατούλες και ποτοκαλάγια. Ξετσούπισε.

  3. Η Λώρη και πάλι: Είναι άδικο να λένε για τον Αρκάδα βουλευτή ότι ξετσούπισε τώρα, λόγω της ισχνής πλειοψηφίας στη Βουλή.

Επ! Να \'μαι και \'γω! (από Galadriel, 29/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified