Ο αναξιόπιστος, αφερέγγυος άνθρωπος, αυτός που δεν έχει μπέσα, ο διαόλου κάλτσα, ο λέρας, αυτός που όπου τον πιάνεις λερώνεσαι.

Μπορεί να ακούγεται και ως «άτιμο μελέτι».

Προέρχεται από το τουρκ. milyet, που σημαίνει έθνος και ο χαρακτηρισμός «άτιμο μιλιέτι» απευθύνονταν τυπικά στους Έλληνες. Αν στα ελληνικά στερεότυπα ο τούρκος είναι βίαιος, στα τουρκικά ανάλογα, ο ρωμηός είναι αναξιόπιστος.

Άσ' τον αυτόν, μην ασχολείσαι καθόλου μαζί του: είναι άτιμο μιλιέτι, σου λέω. Άλλα λέει τη μια, και άλλα κάνει την άλλη.

Τίμιο μιλιέτι (φερέγγυος) (από GATZMAN, 06/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified