Γαλιάντρα είναι φράση παλαιάς κοπής. Είναι ένα πουλί το οποίο κελαηδάει συχνά, γι' αυτό γαλιάντρα αποκαλούμε την γυναίκα η οποία μιλάει πολύ. Ενίοτε χρησιμοποιείται και με τη έννοια της γόησσας.

  1. Βούλωσέ το επιτέλους μωρή γαλιάντρα, με έπρηξες, θα σε πάω διακοπές φέτος, τώρα σβερκώσου κάτω.

  2. Έλα βάλε pro να σε σκίσω τώρα που πήγαν για καφέ οι γαλιάντρες, θα αρχίσουν την πάρλα, αύριο θα τελειώσουν.

  3. Ακούς η παλιογαλιάντρα, μου ξεμυάλισε τον γιόκα μου και τώρα θέλει να φύγει από το σπίτι.

(από tribeklis, 10/08/11)(από tribeklis, 10/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified