Γαλιάντρα είναι φράση παλαιάς κοπής. Είναι ένα πουλί το οποίο κελαηδάει συχνά, γι' αυτό γαλιάντρα αποκαλούμε την γυναίκα η οποία μιλάει πολύ. Ενίοτε χρησιμοποιείται και με τη έννοια της γόησσας.
Γαλιάντρα είναι φράση παλαιάς κοπής. Είναι ένα πουλί το οποίο κελαηδάει συχνά, γι' αυτό γαλιάντρα αποκαλούμε την γυναίκα η οποία μιλάει πολύ. Ενίοτε χρησιμοποιείται και με τη έννοια της γόησσας.
Got a better definition? Add it!
Προσφώνηση για τους Ιαπωνοκινεζοκορεάτες και γενικώς για παρόμοιους Ασιάτες. Ο χαρακτηρισμός οφείλεται στην κόμμωσή τους που θυμίζει κρεμμύδι και στο γεγονός ότι οι περισσότεροι απ' αυτούς είναι αδύνατοι και ξερακιανοί σαν απόστολοι (Παύλος).
- Πάλι κρεμμυδόπαυλους γέμισε η Ακρόπολη και όλοι τους με μια μηχανή στα χέρια, δεν βαριούνται;
- Όχι ρε, είχαν και στην πατρίδα τους Ακρόπολη; Όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες αυτοί τρώγαν ωμά ψάρια...
Άσε με ρε, έχω δουλειά, πάω να παίξω tekken με έναν κρεμμυδόπαυλο στο ίντερνετ. Θα πάρω Jin θα τον θάψω.
Got a better definition? Add it!
Σκούρκος είναι ένα έντομο τύπου μέλισσας, πιο μεγάλο, που κάνει πολύ θόρυβο όταν πετάει και είναι ενοχλητικό. Έτσι λέμε κυρίως τα μικρά παιδιά που είναι πολύ ενεργητικά, κάνουν φασαρία, τρέχουν πάνω κάτω, φωνάζουν κλπ.
Αντί για το σκούρκος χρησιμοποιείται και το σερσέγκι, έντομο παρόμοιας φύσης.
Ησύχασε ρε σκούρκο, όλη την ώρα κγρ κγρ κγρ πάνω απ το κεφάλι μου, δεν κουράστηκες; Παλουκώσου χάμου!
Πω πω, στη Νίτσα ήμουν τώρα, με ζάλισε ο μικρός, σερσέγκι κανονικό, στασό δεν είχε!
Got a better definition? Add it!
Είναι μια έκφραση που χρησιμοποιείται ως απάντηση σε κάποιον πρήχτη για ερωτήσεις που σχετίζονται με το φαγητό: «γιατί είναι έτσι; τι έχει μέσα;« κλπ.
- Ποπο ρε μάνα τι χάλια φαγητό έφτιαξες πάλι, τι έχει μέσα;
- Αυγό σκατό και λεμόνι. Σκάσε και φάε.
Δες και γειώσεις.
Got a better definition? Add it!
Είναι το πέσιμο που ως κατάληξη έχει την πτώση με τον κώλο απο γλίστρημα ή απο ζαλάδα, βλ. σαβούρδα, σαβούρτα, σαβούρντα.
Άσε, ρίχνει ενα σουτ ο Μήτσος, με παίρνει στο κεφάλι, μου ήρθε ο ουρανός κολοκύθα και τουρλοκωλιάστηκα χάμου.
από το «τουρλώνω» και «κώλος»
Got a better definition? Add it!
Χλίμπι χλίμπι είναι η βρώμα η μπίχλα που εμφανίζεται ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών, κυρίως μετά από αρκετό καιρό απλυσιάς και παραμονής σε κλειστά παπούτσια. Συνήθως έχει ένα γκριζομαύρο χρώμα και μια χαρακτηριστική «ξινή» οσμή.
Από τραγούδι των Ημισκουμπρίων «Πάμε όλοι μαζί σε μια παραλία»:
«ΟΧΙ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ ΟΧΙ ΣΕΞ ΟΧI ΚΑΠΟΤΕΣ ΣΕ ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΚΙ ΑΚΤΕΣ. ΠΑΛΙΟ ΤΥΡΟΒΡΟΜΙΚΟΥΛΟΙ. ΜΕ ΤΑ ΧΛΙΜΠΙ ΧΛΙΜΠΙ ΣΤΑ ΔΑΧΤΥΛΑ ΤΩΝ ΠΟΔΙΩΝΕ».
Got a better definition? Add it!