Ξοδεύω, ή χάνω όλα μου τα χρήματα σε ψώνια, ή στο τζόγο.

Ήρθε στην Ελλάδα στο Μεσοπόλεμο με τους επαναπατρισμένους ομογενείς από τις Η.Π.Α. Ετυμολογικά είναι προφανώς ο συνδυασμός του ξε με το buck (χαρτονόμισμα του ενός δολαρίου) των αμερικανών.

  1. – Που πας ρε, αφήνεις το παιχνίδι στη μέση!
    – Με ξεμπακίσατε, φεύγω!

  2. Δεν έχω φράγκο. Πήγα για ψώνια με τη γυναίκα μου και ξεμπακίστηκα.

Ξεμπακισμένος (από nikolaosvlas, 21/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified