Άνδρας δυνατός και ακάματος εραστής.
Αχ Μαρία μου τι να σου λέω, κάθε νύχτα δε μ'αφίνει να κλείσω μάτι. Μουγρί παιδί μου, μουγκρί ακάματο!
Άνδρας δυνατός και ακάματος εραστής.
Αχ Μαρία μου τι να σου λέω, κάθε νύχτα δε μ'αφίνει να κλείσω μάτι. Μουγρί παιδί μου, μουγκρί ακάματο!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παρεμβαίνω αυθαίρετα σε μια συζήτηση, χωρίς ουσιαστική συμβολή στο θέμα.
Το πρώτο συνθετικό της λέξης εκτιμώ ότι προέρχεται από το ιταλικό cazzo (ψωλή).
Δεν μπορεί πάντα κατσιμπάίνει στη συζήτηση με κάποια βλακεία της στιγμής.
Κατσομπαίνει σαν την ψωλή και μας γαμάει τη συζήτηση.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μάρκα λέγεται η βίαιη βύθιση ενός κολυμβητή από έναν άλλο κολυμβητή. Πατητή μάρκα είναι όταν μετά τη βύθιση με σπρώξιμο προς τα κάτω ακολουθεί και δεύτερο σπρώξιμο με το πόδι στην πλάτη του βυθιζόμενου για να πάει ακόμα πιο βαθειά.
Ρε συ, τι βοήθεια μας δίνει η Ευρώπη, αφού πριν από δυο χρόνια το χρέος ήταν στο 120% του ΑΕΠ και τώρα είναι στο 160%! Αυτοί αντί για βοήθεια μας έκαναν άγρια μάρκα και μάλιστα πατητή μάρκα, να δούμε πότε θα ξεμπλέξουμε.
βλ. και πατητή
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ιδιαίτερα ευφυής και δυναμική γυναίκα που επιλέγει τους καλύτερους διαθέσιμους νέους για νυκτερινούς συντρόφους, προκαλώντας αντιπάθειες και κουτσομπολιά και από τα δυο φύλα.
Σε ευρεία χρήση στο Νομό Χανίων.
Μάλλον πως προέρχεται από λατινογενή λέξη που έχει την έννοια της αλεπούς. Η λέξη zorra στα ισπανικά έχει και αυτή την έννοια.
- Είδες πάλι η Βαγγελιώ κουτούπωσε και το Μιχάλη, σκέτη μουλωχτή ζουρού.
- Και γιατί όχι! Τη χαίρομαι, ξέρει τι κάνει.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σε Αποκόρωνα και Σφακιά, το ανδρικό μόριο σε στύση. Από το μακρουλό καρβέλι που προορίζεται για παξιμάδι, που λέγεται «παύλος». Ακούγεται και «παύρος».
- Γιάντα τρέχεις μωρή;
- Όχού, ο Λυμπέρης την είχε βγαλμένη όξω κ' ήτονε ένας παύλος, να...!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τσαφουνώ, τσαφουνίζω, τσαφίζω = γρατζουνώ, προκαλώ επιφανειακή, επιδερμική φθορά ή ερεθισμό, με τριβή ή ξύσιμο.
Σε ευρεία χρήση σε όλη την Κρήτη.
Ενδέχεται να είναι ηχομιμητικό. Όμως υπάρχει η καταπληκτική σύμπτωση ότι το αγγλικό ρήμα to chafe, έχει στη γενική του χρήση την έννοια του ερεθισμού, της φθοράς και του ξυσίματος, αλλά και του «θερμαίνω με εντριβή». Ετυμολογικά, σύμφωνα με το Webster Dictionary, προέρχεται από το γαλλικό chauffer (=θερμαίνω, προφανώς με την τριβή).
- Τι έχεις και φωνάζεις;
- Ρε φίλε, τον τρελό κάνεις; Δε βλέπεις, μου τσαφούνισες τ' αμάξι!
- Μωρέ Μανόλη, τσαφούνισέ σε η γυναίκα σου;
- Όι, όι, ο κάτης ήτονε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Είναι το άσθμα του ανθρώπου και του ζώου. Βλέπε τεκνεφές= ασθματικός καχεκτικός, aπό το τουρκικό tiknefes.
Λεξικό του Δυτικοκρητικού Ιδιώματος του καθηγητή Α. Ξανθινάκη.
-Δεν τ' ακούει να πορπατεί στο ρίζωμα γιατί έει τεκνεφέσι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Περίπτωση του επαρχιώτη κουραδόμαγκα. Φοράει κάποιο καβουράκι ή τραγιάσκα, οδηγεί ένα σαράβαλο μηχανάκι ή αμάξι, έχει το αριστερό κουλό του μόνιμα κρεμασμένο έξω απ' τ' αμάξι και λόγω μπόχας κρατά τους πάντες σε απόσταση.
Ξέρει πως τον έχουν όλοι χεσμένο, εξού και η μόνιμη θορυβώδης συμπεριφορά του με την πειραγμένη εξάτμιση στο μηχανάκι και τις τυποποιημένες μπαρουφομαγκιές.
-Γιατί κορνάρει αυτός από πίσω μας.
-Χεσ' τονε. Τοπική μαγκιά, κλανιά κ' εξάτμιση!
Βλ. και μαγκιά, κλανιά κι εξάτμιση, μαγκιά, κλανιά και κώλο φινιστρίνι
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η χρυσή εποχή για τις λεκανατζούδες έληξε σχετικά απότομα στη δεκαετία 1950-1960, όταν όπως φαίνεται έγινε υποχρεωτικό το κάθε μπορντέλο να διαθέτει τρεχούμενο νερό.
Παλαιότερα η λεκανατζού έφερνε στην κοπέλα μια λεκάνη με νερό για να πλύνει το γατί της και το πουάρ ή κλύσμα για μια εσωτερική πλύση αν ο πελάτης ήταν από τους καλούς που τους επιτρεπόταν και χωρίς σκουφίτσα.
- Κάποτε σ' αυτό το σπίτι ήταν η Τασία. Τι να 'γινε άραγε!
- Τι θες να 'γινε! Τόσα χρόνια έχουνε περάσει. Λεκανατζού θα 'ναι σήμερα, η φουκαριάρα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Άρβαλος και αρβαλίδι: Στα Σφακιά έχει τη σημασία του θορύβου.
Ίσως από το μτγν. άρβηλο (από το δωρικό τύπο άρβαλος) που είναι το ξέστρο (ξυστρί) δερμάτων. Πβ. το κρητικό όνομα Αρβαλάκης. Η δημιουργία της λέξης προφανώς προήλθε από το θόρυβο που γίνεται με το ξύσιμο των δερμάτων.
Αυτά από το Λεξικό του Δυτικοκρητικού Ιδιώματος του Α. Ξανθινάκη.
Άμε να διώξεις τα κοπέλια γιατί κάνουνε μεγάλο άρβαλο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified