Κάνω μόκο: κάνω τουμπέκα, το βουλώνω. Σκάω.

- Μπάμπη μου, να μιλήσω κι εγώ;
- Σούλα, μιλάνε οι άντρες τώρα. Μόκο εσύ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified