Κάνω μόκο: κάνω τουμπέκα, το βουλώνω. Σκάω.
- Μπάμπη μου, να μιλήσω κι εγώ; - Σούλα, μιλάνε οι άντρες τώρα. Μόκο εσύ.
Got a better definition? Add it!
Published 2006-09-01 01:57:29+00:00 Last modified 2015-05-08 17:47:21+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.