Θρακιώτικης και δη σουφλιώτικης καταγωγής. Λέξη υποδηλούσα αυτόν που παίζει με τα «κουρ'τσούδια» (κορίτσια). Ο gay.

Τίγκα στους κουρτσουμπανάδες αυτό το μαγαζί...

Got a better definition? Add it!

Published