Από το γαλλικό à la. Σημαίνει «σε στυλ» / «σε ύφος» / «με τον τρόπο» κάποιου, τ., κττ.

Ακούγεται σαν μία λέξη, αλλά κανονικά γράφεται χώρια. Παρόλ' αυτά συνηθίζεται και ως ενιαίο, «αλά». Πάντως όχι με 2 -λ- καθότι δεν έχει καμία σχέση με το δικό μας αλλά, ούτε με το άλα.

  1. Παίξ' το χλίδας και βάλε κανα ματογυάλι α λα Ωνάσης.

  2. Να τσακίσουμε κανα φιλέτο με μανιτάρια α λα κρεμ ή να φάμε κάτι πιο υγιεινό, τι λες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified