Προέρχεται από τη ονομασία του νομίσματος ''τάληρο'' που κατασκευαζότανε στο Joachimsthal της Γερμανίας και που, στη συνέχεια, κατέληξε να σημαίνει πέντε από το νόμισμα της χώρας (π.χ. πέντε δραχμές=1 τάληρο).

Κατ' επέκταση το τάλαρο δείχνει και μέγεθος ίσο με αυτό του εμβαδού του νομίσματος και χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει μεγάλη χλέπα και μεγάλες θηλές.

  1. Χτες έκανα μεγάλη μαλακία. Έριξα ένα τάλαρο και φύσαγε και έσκασε πάνω μου.

  2. Χτες την κατάφερα και μου έκατσε η Μαρία. Μαλάκα έχει τεράστιες βυζάρες και κάτι ρόγες τάλαρα. - Άντε ρε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified