Η μυρουδιά που βγαίνει απ' το μουνί τις μέρες τις περιόδου. Πρόκειται για οξεία και διαπεραστική μυρουδιά που αποτυπώνεται σε ό,τι έρθει σε επαφή με το μουνί (παλιές σερβιέτες, κωλόχαρτα) και το γύρω χώρο (μπάνιο, κρεβατοκάμαρα κτλ.).

Προέρχεται απ' την αίσθηση που σου δημιουργείται ότι η γκόμενα έχει χώσει μέσα στο βρακί της παστό ψάρι που το χάλασε ο ήλιος και η πολυκαιρία.

  1. Ρε Μαρία μάζεψε τα περιοδόβρακα σου γαμώ! Μας πέθανε η μπακαλιαρίλα σου!

  2. Πω ρε πούστη! Τι ήθελα να μπω στο μπάνιο για χέσιμο; Με τέτοια μπακαλιαρίλα ποιο πιθανό είναι να ξεράσω...

βλ. και καμένο ντουί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαζός και αργόστροφος με ήπιο και χαϊδευτικό τόνο.
Συνήθως χρησιμοποιείται για άτομα που το μυαλό τους δεν κόβει ούτε σε βασικές καθημερινές ασχολίες και που δεν θέλουμε να τα προσβάλουμε αφού κατανοούμε την πλήρη ανικανότητά τους για τα πάντα.

  1. Πώς γυρίζεις έτσι το κατσαβίδι ρε; Απ' την άλλη ξεβυδώνει μούτε!

  2. Τι μούτος είναι αυτός ο Παπανικολάου απ' το Γ2 ρε συνάδελφοι; Μου είπε ότι την 28η έγινε η επανάσταση στους Τούρκους...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σούγλο είναι ο κουβάς που χρησιμοποιείται κυρίως για μεταφορά νερού. Πρόκειται για ιδιωματισμό της περιοχής της Αρκαδίας αλλά συναντάται και αλλού.

Ρε Γιώργη πιάσε το σούγλο. Κει δίπλα σου είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει δύσκολη κατάσταση την οποία καλείται κάποιος να αντιμετωπίσει ή εξευτελιστική ήττα/ταπείνωση από άλλον (σύνταξη: συνήθως με το ρήμα «πάω»).

Συναντάται και ως εξής για να τονιστεί το υπερθετικό της δυσκολίας:
1. πούτσα σούβλα και ξύλο
2. πούτσα σούβλα και ανηφόρα
3. πούτσα σούβλα και εμπλοκή

  1. Είδες πόσα γκολ έβαλε ο θρύλος στην κούλα; Πούτσα σούβλα την πήγε.

  2. Αύριο έχουμε διαγώνισμα στην ιστορία. Πούτσα σούβλα πάλι.

  3. Τράκαρα το αμάξι και το μαστόρι μου ζητά δύο χιλιάρικα. Πούτσα σούβλα και ξύλο μαλάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυπάκι που έχει μεταναστέψει σε ξένη χώρα, όχι αναζητώντας καλύτερη εργασία, αλλά επειδή γουστάρει να καμακώνει αλλοδαπές και να κάνει μεγάλη ζωή.

Κατ' επέκταση χαρακτηρίζει και κάποιον που πάει διακοπές σε πολυσύχναστα μέρη (Μύκονος, Πάρος κτλ.) προκειμένου να πηδήξει τουρίστριες (ο λεγόμενος πορνοτουρίστας).

  1. - Τί κάνει ο Γιώργος ρε; Χρόνια έχω να τον δω.
    - Άσ΄τα. Έχει πάει πορνομετανάστης στη Τσεχία. Θυμάσαι πώς τις γούσταρε κάτι Τσέχες τότε...

  2. Πολύ μαλάκας ο πορνομετανάστης που κάθεται στη μπάρα. Έχει πάρει σβάρνα ό,τι μεθυσμένο αγγλάκι κυκλοφορεί.

(από Khan, 27/10/11)Ό,τι προλάβει κανείς, γιατί έρχεται και ο Αντίχριστος. (από Khan, 27/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τη ονομασία του νομίσματος ''τάληρο'' που κατασκευαζότανε στο Joachimsthal της Γερμανίας και που, στη συνέχεια, κατέληξε να σημαίνει πέντε από το νόμισμα της χώρας (π.χ. πέντε δραχμές=1 τάληρο).

Κατ' επέκταση το τάλαρο δείχνει και μέγεθος ίσο με αυτό του εμβαδού του νομίσματος και χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει μεγάλη χλέπα και μεγάλες θηλές.

  1. Χτες έκανα μεγάλη μαλακία. Έριξα ένα τάλαρο και φύσαγε και έσκασε πάνω μου.

  2. Χτες την κατάφερα και μου έκατσε η Μαρία. Μαλάκα έχει τεράστιες βυζάρες και κάτι ρόγες τάλαρα. - Άντε ρε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σύντομος τρόπος να πεις το σαπάνω / σακάτω που θα πει ίσια προς τα πάνω / κάτω.

Συνήθως χρησιμοποιείται σε χωριά που είναι χτισμένα σε πλαγιές βουνών για να προσδιορίσεις προς τα πού θα κινηθείς.

Κατά την ίδια λογική τα σαπέρα, σακείθε, σαδώθε, που συνοδεύονται αναγκαστικά με γνέψιμο που δείχνει τη κατεύθυνση.

- Είδες τον Αλέκο;
- Ναι. Τράβηξε σαπάν για το σπίτι του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τα υπολείμματα χαρτιού που μαζεύονται ανάμεσα στα κωλομάγουλα, κυρίως όταν το χαρτί υγείας είναι κακής ποιότητος (άρα και μικρής αντοχής) ή όταν ο κώλος είναι βρεγμένος.

Κατ΄επέκταση μπορεί να λειτουργήσει και σαν επιθετικός προσδιορισμός για άτομο πολύ κακής πάστας, άχρηστο και ανήθικο.

  1. Μαλάκα είχα να κάνω 3 μέρες μπάνιο και χτες που έξυσα τον κώλο μου ήταν τίγκα στο κωλόξυσμα.

  2. - Θα έρθει και ο Γιώργος στο τραπέζι το βράδυ. - Αυτό το κωλόξυσμα που μας έκλεβε στα χαρτιά προχτές; Μην μου το χαλάς τώρα...

Για κωλοπετσομένους (από sstteffannoss, 22/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified