Κρεβάτι, το μέρος όπου κοιμάται κάποιος.
Από το τουρκικό yatak, που σημαίνει κρεβάτι, άντρο, λημέρι.
Ο σκύλος βρήκε το γιατάκι του λαγού.
Κρεβάτι, το μέρος όπου κοιμάται κάποιος.
Από το τουρκικό yatak, που σημαίνει κρεβάτι, άντρο, λημέρι.
Ο σκύλος βρήκε το γιατάκι του λαγού.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified