Εκ του τυροκόφτης. Ένα πολύ αποτελεσματικό εργαλείο που χρησιμοποιείται στς ταβέρνες για την κοπή της τυριού φέτα. Υπερέχει σε σχέση με τη χρήση μαχαιριού, γιατί προσφέρει μια καθαρή επιφάνεια κοπής χωρίς να κολλάει τυριά επάνω του κατά τον τεμαχισμό.
«Βάρδα Σμύρνη, βάρδα Πόλη κι θα ρίξ' ου Γιάνν'ς του βόλι!»
Φώναζε και ο Ψευτόγιαννης του παραμυθιού για να φοβερίσει τους 40 Δράκους.
badana στα τουρκικά είναι ο ασβέστης. Κατ' επέκταση ίσως μπαντάνα είναι η μαντήλα του ασπριτζή αλλά και το adidas τσεμπέρι του Johnny Depp.
Ο συνειρμός του μπαντανά με το ξεροχύσιμο προέρχεται από τους αγγειοπλάστες και όχι από τους μπογιατζήδες. Και αυτό διότι μπαντανάς λέγεται επίσης το εφυάλωμα (γυάλωμα ή επισμάλτωση) που γίνεται πριν το ψήσιμο. Πρόκειται για ένα γαλακτερό κουρκούτι που περιέχει άστριους και καολίνη και ρίχνεται με ένα κυπελάκι στα πεταχτά πάνω από τα πήλινα πριν το φούρνισμα.
Από το ιταλικό moccio που σημαίνει βωβός.
Το «μούτος» το χρησιμοποιούν σε πολλές περιοχές της Θεσσαλίας και της Ηπείρου και εννοούν τον βουβό. Μάλλον πρόκειται για βλάχικη λέξη, άρα λατινογενή.
Πρόκειται για το γνωστό Emergency Stop με το οποίο είναι εφοδιασμένες όλες οι μηχανές στη βιομηχανία που ακολουθούν την οδηγία CE
Το φημισμένο ουγκαρέζικό κρασί Έγκρι Μπικαβέρ σημαίνει «αίμα του ταύρου». Τι Μαγιάροι και παπαριές επομένως. Θρακιώτες ήταν κι αυτοί.
Ωραίο το λεξικό! Για φαντάσου, να σε λένε λεει Καρυπίδη και να ζεις στην Αλβανία. Η απόλυτη γκαντεμιά!
ΜΧΣ, δεν κατάλαβα τι θέλει να πει ο ποιητής.
Κουράδα του μάντη. Ίδια με τη χειροβομβίδα, αλλά με περισσότερα ακαθόριστα σχήματα σαν του καφέ, που προσφέρονται για κουραδομαντεία. Πάνω σε τρία θα κάτσεις και μεγάλη χαρά θα λάβεις κλπ κλπ
Γαμώ τα κλικ-κλακ του βαγγέλιου. Έτσι έβριζε ένας Μωραΐτης τοπογράφος το ΄50 στο χωριό μου.
Γαμώ το σι(ν)σιλέ σου, που θα πεί γαμώ τη γενιά σου
Κι όμως ο Μπιθικώτσης δεν είναι τυχαίο πρόσωπο. Μπίθα ή κάτι τέτοιο, στα αρβανίτικα σημαίνει κώλος. Τον Κολοκοτρώνη φερ' ειπείν οι αρβανίτες τον έλεγαν Μπιθιγκούρα. Γκούρα=πέτρα
Εβραίο Αβακούμ ξέρω, πόλη Καπερναούμ ξέρω. Εβραίο Γιουσουρούμ δεν έχω ξανακούσει. Αν υπήρξε, θα πρέπει να είχε ένα είδος ΙΚΕΑ ένα πράμα, γιατί γιουσουρούμ υπάρχει και στο Αλγέρι και στο Μαρόκο εξ όσων γνωρίζω.
Γιούσα ή Γιούσουρι, είναι ένα είδος μαύρου κοραλλιού που είχε μεγάλη ζήτηση στις χάντρες κομπολογιών. Κατά την ταπεινότητά μου λοιπόν, γιουσουρούμ σημαίνει κομπολογάδικο.
Ανακάλυψα ότι υπάρχει και ένας ποδοσφαιριστής ονόματι Σουλουγάνης.
Τα ονόματα όπως έγαψε και ο Μυριβήλης είναι σαν τα παντελόνια. Σε άλλους έρχονται στενά και σε άλλους περισσεύουν.
Προφανώς πρόκειται για το ίδιο λήμμα, αν και αγνοούσα αυτή του την έκφανση. Την εξήγηση που δίνω, τη βρήκα σε ένα παλιό ρωσσικό παραμύθι.
Το μπιτ παζάρ τώρα, είναι μια αγορά για μικρά φνηνοπράγματα, καινούρια ή παλιά. Στη Θεσσαλονίκη, την Κωνσταντινούπολη και στις άλλες πόλεις της καθ' ημάς Ανατολής, υπάρχει ένα τέτοιο. Bit στα τουρκικά είναι η ψείρα και bitkadar κάτι το πολύ μικρό, λιλιπούτειο.
Ωραίο αυτό. Το καραγάτσι είναι όντως μοναχικό δέντρο και επειδή γίνεται πελώριο, κάνει μπαμ από μακριά. Οι σπόροι του δε, είναι σαν μικρά ελαφρά πτερύγια και ως εκ τούτου μπορούν και μεταφέρονται αεροπορικώς σε μεγάλες αποστάσεις.
Διόρθωση : σύκωση πρωκτού και όχι σήκωση.
πηγή: Πατριαρχία - Ε. Borneman - Μορφωτικό Ίδρυμα ΕΤΕ
Κοίτη ανέμου είναι η κύρια διεύθυνση προς την οποία φυσά ο αέρας.
Κοίτη στη γεωλογία σημαίνει την κοιλότητα του εδάφους μέσα στην οποία κυλούν τα νερά ποταμών.
πηγή: livepedia
Χωρίς να είμαι ειδικός, νομίζω ότι ο δίφθογγος «οι» προφερόταν από τους αρχαίους «όϊ», όπως δηλαδή στην Ερασμιακή προφορά. Επομένως κοίτη= κόιτη κοϊτή.
Μοιάζει να κολλάει. Ελπίζω να είναι και σωστό
πολύ πιθανόν gaidouragathos. Ευχαριστώ για την ιδέα, επειδή η λέξη σκέτη δεν υπάρχει σε κανένα λεξικό, ή μάλλον υπάρχει αλλά δεν βγάζει νοημα eleme στα τούρκικα=εξάλειψη. Άσχετο. Ενώ sürükleme, είναι αυτός που παρασύρεται από τις κακές παρέες. (sürü=κοπάδι)
Μη κοιτάς που φαίνεται κοντή. Είναι μακρυές οι τρίχες γι' αυτό. Άμα τις ξουρίσω να δεις!!
σωστός είναι ο ορισμός του poniroskylo
Κατά πάσαν πιθανότητα έχει σχέση με το εξαπτέρυγον, τα γνωστά ξεφτέρια που απεικονίζονται σ' αυτά περίεργα που κρατάνε τα παπαδάκια στις χριστιανικές τελετές.
Όντως, προέρχεται από το λατινικό cumulus που σημαίνει σωρός, όχι κατ' ανάγκη ακάθαρτος. Εξ ού και η ονομασία cumulus ή σωρείτες, για ένα είδος νεφών
κολαούζος λέγεται και το ψάρι Πέρκα, επειδή παραφυλάει το χταπόδι για να φάει τα αποφάγια του, αλλά με τον τρόπο αυτό ακυρώνει το τέλειο καμουφλάζ του χταποδιού.
Να φανταστείτε, άκουσα μια φορά και το σχωρεμένο το Χριστόδουλο να το λέει αυτό και έφριξα.
Αντούβλιανος το προφέρανε. Αλλά είναι πολύ κοντά στο αντούβιανος που χρησιμοποιείται σε Πάτρα και Πύργο. Εκπληκτικό έ ; Πρέπει να βρεθεί από πού προέρχεται το θέμα «ντουβ-».
Στο χωριό μου, οι πρόσφυγες από τα Σόκια της Μ. Ασίας χρησιμοποιούσαν τον όρο «αντούβλιανος» και εννοούσαν τον χαζό κι αδέξιο. Προφανώς υπάρχει κάποια σύνδεση, αν μάλιστα σκεφτούμε ότι πολλοί πελοπονήσσιοι είχαν μεταναστεύσει στη Μ. Ασία μετά τα ορλωφικά.
Στον υδρόμυλο ή τον ανεμόμυλο παλιά, υπήρχε πρόβλημα με τη σειρά στο άλεσμα, καθώς ο μύλος δούλευε με χαμηλό ρυθμό και οι πελάτες κατέφθαναν εποχιακά και όλοι μαζί. Ο μύλος δούλευε ασταμάτητα όλο το 24ωρο και όταν ο καημένος ο Μυλωνάς κοιμόταν, εξυπηρετούσε πατνιοτρόπως τους πελάτες η Μυλωνού. Προφανώς, επειδή το παράκανε και λίγο στη «εξυπηρέτηση», στο τέλος πάθαινε σύκωση του πρωκτού, με αποτέλεσμα ο κώλος της να χάνει το σχήμα του και την καλή του φήμη.
Εφουμέρναμ' ένα βράδυ
μ' αργιλέ καϊνάρι μαύρη.
Έρχονται δυο πολιτσμάνοι και μας πιάνουν μάνι-μάνι.....
(Μάρκος Βαμβακάρης - «Στη φυλακή» 1932