Γυναικείο εσώρουχο, στριγκάκι.

Εκ του «τυροκόφτης». Ένα πολύ αποτελεσματικό εργαλείο που χρησιμοποιείται στις ταβέρνες για την κοπή της τυριού φέτα. Υπερέχει σε σχέση με τη χρήση μαχαιριού, γιατί προσφέρει μια καθαρή επιφάνεια κοπής χωρίς να κολλάει τυριά επάνω του κατά τον τεμαχισμό.

Καλά ε, αυτός που έφτιαξε το στριγκάκι, ταβερνιάρης θα ήτανε στα νιάτα του. Αυτό δεν είναι βρακί, είναι εργαλείο για δυσκοίλιες !

(από Gambertais, 15/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σόι της συζύγου -με απαξιωτική διάθεση.

Πήγαμε λίγες μέρες στο εξοχικό να ηρεμήσουμε αλλά πού... Κουβαλήθηκαν τα κουνιάδια μου, τα πεθερικά μου και όλο το μουνόσογο. Άντε να ’βρεις ησυχία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γειά σου αμόρε!

Η φράση «για περάστε γιατσεμόρε» ακούγεται στο τραγούδι του «Θίασου» του Αγγελόπουλου σε πολλά μέρη του έργου. Έσπαζα το κεφάλι μου να καταλάβω τι λέει, μέχρι που κάποτε μου το εξήγησε μια από τις ηθοποιούς που έπαιξε στο έργο: ήταν προσφιλής χαιρετισμός προς τους περαστικούς, από γυναίκες που έκαναν τον κράχτη σε επιχειρήσεις θεάματος. Επειδή όμως η λέξη «αμόρε» ήταν άγνωστη στα λαϊκά στρώματα (γεια σου Αλέκα με τα ωραία σου) , αυτοί άκουγαν ό,τι ήθελαν.

Για περάστε, γιαξεμπόρε!

με ανάλυση... (από MXΣ, 08/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ορισμένοι με λεπτό μαλλί, είναι πιο ευάλωτοι στο να κολλούν ψείρες, επειδή για κάποιο λόγο αυτές τρελαίνονται για ψιλές τρίχες, ενώ αντίθετα σνομπάρουν τους γουρουνοτρίχηδες.

  2. Κατ' επέκταση και μεταφορικά, μερικοί άνθρωποι δεν κόβουν τις κακές συνήθειες.

- Η γυναίκα του Παυλάρα δεν είναι αυτή ρε; Τι του βρήκε αυτουνού του εφταμηνίτη και χαμουρεύεται μαζί του;
- Τι να πω ρε φίλε, είναι να μην το 'χει η κούτρα σου να κατεβάζει ψείρες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Σύνολο προσώπων που προσέρχονται με σπουδή. Από το μεσαιωνικό ουσ. αλλάγιον = μοίρα στρατού για την αλλαγή φρουράς (μαλλάι: αναδίπλωση συλλαβής με μ)
    πηγή : Τομπαΐδης -Συμεωνίδης Συμπλήρωμα Ιστορικού Λεξικού Ποντιακής Διαλέκτου

  2. Σπουδή άνευ λόγου
    πηγή : η γιαγιά μου

  1. Κουβαλήθηκε στο γάμο η σάρα και η μάρα, όλο το αλλάι-μαλλάι.
  2. Έναν λόγον είπα σε και συ αλλάι-μαλλάι εχολιάστες (θύμωσες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πορτοφόλι γεμάτο με χαρτονομίσματα, στην αργκό των κλεφτρονιών.

«Τα λεμονάδικα»:
Εμείς τρώμε τα λάχανα
βουτάμε τις παντόφλες
για να μας βλέπουν ταχτικά
τις φυλακής οι πόρτες.

(από Khan, 06/11/11)

βλ. και πράσο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα η ανάφτρα.

Μη τη βλέπεις έτσι χαμηλοβλεπούσα. Αυτή αγόρι μου, τον παίρνει πράσο και στον κάνει κουνουπίδι.

βλ. και πουτσανάφτρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ κοντή γυναίκα, τόσο κοντή, που όταν κλάνει σηκώνεται σκόνη Πηγή: ανώνυμος θεσσαλονικιός ταξιτζής.

Άιντε μωρή κλανοσκονίστρα, το μίνι σε μάρανε!

βλ. και σκων' σκον'

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος ανυπόληπτος, απόβρασμα της κοινωνίας.

Α, ρε που τ'ς ήβρες αυτοίν' τ'ς λεμέδες ; (ιδ. Θεσσαλίας)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε περιπτώσεις που κάποιος βρίσκει τον όμοιό του. Κάτι παρόμοιο με το «βρήκε ο Φίλιππος το Ναθαναήλ».

Προέρχεται μάλλον από την αντίστοιχη τουρκική παροιμία «τεντζερέ γιουβαρλαντούμ καπακγί μπολντού».

Ρε παιδί μου, αυτοί οι δυο είναι τάλε κουάλε. Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified