Αυτός / αυτή που ξεπετάει κάτι με με μεγάλη ευκολία ή που ξεπετιέται εξίσου εύκολα (στην περίπτωση αυτή είναι συνώνυμο της ξεπέτας).

  1. Ο υπάλληλος ήταν σπίντα, μεγάλη ξεπεταδούρα σου λέω, τελειώσαμε σε 5 λεπτά ενώ στο διπλανό ταμείο είχε ουρά 7 άτομα.

  2. Υπηρεσία: Χιουμοριστική από μία άποψη, αλλά όταν της ζήτησα να ψεκάσει το δωμάτιο με αρωματικό επειδή μύριζε κλεισούρα ή τσιγαρίλα ή και τα 2, μου είπε δεν έχω. Το κορυφαίο ήταν όταν μπήκε μέσα πριν ανοίξω την πόρτα εγώ, για να φύγω και μου λέει:-«Νόμιζα ότι είχες φύγει!». Πως θα έχω φύγει; Μήπως διακτινίστικα και δεν το ξέρω; Μου είχε πέσει το ρολόι κάτω :angry:και προσπαθούσα να το φτιάξω, αλλά και πάλι δεν έκανα τόσο πολύ, οπότε ξεπεταδούρα και η υπηρεσία.

(από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published