Καρφί με χοντρό στρογγυλό κεφάλι (λείο ή με διακόσμηση) το οποίο παλιά χρησιμοποιούνταν στα παπούτσια («παπουτσόπροκα»). Πιο πολύ όμως έχουμε συνηθίσει να το βλέπουμε σε καναπέδες και πολυθρόνες παλιού τύπου, όπου το δέρμα / ύφασμα / βελούδο στερεώνεται με πολλά τέτοια καρφιά στη σειρά.

Χαρακτηριστικοί δερμάτινοι καναπέδες με καμπαράδες είναι οι Chesterfield.

Από το τουρκικό kabara που σημαίνει το ίδιο. Τη λέξη δεν έχουν ούτε το ΛΚΝ ούτε ο Μπάμπης.

Δεν ξέρω αν μπορώ να τα περιγράψω καλά (και δεν ειμαι πολύ εξοικοιωμένη με την τεχνολογία ώστε να βάλω φώτος), αλλά προέκυψε η ιδανική λύση για μένα που δεν είμαι φαν του μοδάτου βέγκε και αγαπώ περισσότερο την τραπεζαρία της γιαγιάς μου με τα λιονταρίσια πόδια, τους καμπαράδες, τον μπρούντζο και όχι το ίνοξ.
(από το νέτι)

(από ironick, 03/12/11)(από ironick, 03/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified