Πάγωσα από φόβο, έκπληξη, ντροπή κ.λπ.

Αντίστοιχο αλλά βιβλικό: «έμεινα στήλη άλατος».

Εάν κάποιος παρατηρήσει τον άνθρωπο όταν μένει παγωτό, βλέπει ότι, την στιγμή της παγωτοποιήσεως, το υποκείμενο λαμβάνει μια κοντή ανάσα που την κρατά για λίγο, διότι θέλει να συνειδητοποιήσει τί τρέχει προτού αντιδράσει

Κόβοντας στην γωνία να δω αν έρχομαι, έμεινα παγωτό βλέποντας τον ευδαίμονα να φιλά γαλλικό φιλί τον Βάγκουλα… φτου τον πούστη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκπλήσσομαι, μένω μαλάκας, μένω κάγκελο.

- Μαλάκα είδες τι πίπινους κυκλοφορεί ο Νίκος;
- Ναι ρε, τα είδα προχθές και έμεινα παγωτό! Τρομερά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified