Ο όρος προέρχεται από τον αυνανισμό, που έχει ως αποτέλεσμα να λερώνεται το εσώρουχο αυτού / αυτής που ερεθίζεται ή αυνανίζεται. Στην πράξη, όταν κάποιος «λερώνεται» τότε αφενός μεν έχει ερεθιστεί όταν τον προσεγγίζει μια αιθέρια ύπαρξη του αντίθετου φύλου, αφετέρου δεν έρχεται σε οργασμό εκείνη τη στιγμή, προφανώς διότι βρίσκεται μέσα σε κόσμο. Χρησιμοποιείται και ως μεταφορική έννοια, σε καταστάσεις μερικής ή ολικής καύλας.
- Κοίτα λίγο αριστερά αυτές τις δύο με τα κόκκινα μαγιώ που παίζουνε ρακέτες.
- Πωωωω, τι τούμπανα είναι αυτά ρε μαλάκα; Άσε, τι μου τις έδειξες; Λερωθήκαμε πάλι!- Και που λες, είχανε βγει για καφέ και φυσικά σε κάποια φάση τον ρωτάει τι δουλειά κάνει.
- Και τι της είπε;
- Ε ξέρεις, τα γνωστά. Ότι έχει δύο ξενοδοχεία κι ένα νυχτερινό club κι ότι το φυσάει το χρήμα. Ε με το που της το λέει, αμέσως λερώθηκε η γκόμενα.