Όρος που αναφέρεται όποτε μια κατάσταση πάει στραβά σε βαθμό γάμησέ τα. Κοινώς, την κάτσαμε, τη γαμήσαμε τη βάρκα, γαμήθηκε ο Δίας και όλα τα παράγωγα.

- Περιμένω να μου πεις τι έγινε με το νέτο χθες.
- Άσε, έγινε μαλακία. Με πήρε ο ύπνος και την έστησα στο ραντεβού. Τώρα ούτε που μου το σηκώνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified