Sorry!

You do not have permission to view this page!

You may be allowed to view this page if you log in below.

Προσφώνηση, που χρησιμοποιείται προς άντρες και γυναίκες, προς μεγαλύτερους και μικρότερους, σε συγκεκριμένες περιοχές της Λακωνίας, όπως το μάνα μου, το καμάρι μου και το κορώνα μου.

Ετυμ.: (υποτίθεται αλλά δεν το βρίσκω) από το αρχ. λώος=καλός, αγαθός.

- Λο θεία, άνοιξε και χτυπάω μισή ώρα!
- Έλα λο, δεν άκουγα καμάρι μου, είχε ο Ντούλης τέρμα το ράδιο.

(από GATZMAN, 06/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified