Σύνθετη λέξη αποτελούμενη από τα εξής δύο συνθετικά:
- Βρόμο- (βρομερός),
- Νουμπάς (εκ του αγγλικού newbie που σημαίνει νέος σε κάτι).
Χρησιμοποείται ως επί το πλείστον κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής μας θητείας για να μας χαρακτηρίσει ως νέους στο στράτευμα ή για να χαρακτηρίσουμε εμείς τους νεότερους από εμάς.
Συνώνυμα: ποντίκι, λαδοπόντικας, νιάτο, νεοκλής, Στραβόγιαννος, κωλόψαρο, σκουίζ, ψαροκασέλα, στραβάδι, γκαβάδι, γκάβακας, γκάου-μπίου, νιάτο, νέοπας / νέωψ, ποντικαράς και πολλά άλλα.
- Βρομόνουμπο κάτσε καλά γιατί θα πήξει το είναι σου!