Μπρούφης (ο) ουσ, αρσενικό, είναι ο ξεροκέφαλος, το αγύριστο κεφάλι και ο ολίγον χαζός. Λέξη που χρησιμοποιείται κατά κόρον στη Ρούμελη και ειδικά στη Φθιώτιδα (συγκεκριμένα στον Μώλο.)

Προφέρεται «μπρούφς».

Του εξήγησα τι να κάνει, αλλά δε λέει να καταλάβει! Τι να λέμε τώρα, το άτομο είναι μπρουφς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified