Χαρλέπας:(ο) ουσ, αρσενικό, είναι ο χαζός, φτωχός και άσχημος, τρία σε ένα, λέξη με Λιαπατήτικες ρίζες, της καθομιλουμένης των Λιαπατήτικων άλπειων Φθιώτιδας (χρησιμοποιείται και στον Μώλο).

Α, ρε χαρλέπα! Mου θες και μερσέντες, Seat και πολύ σου είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified