Η κοπέλα / γυναίκα / κορίτσι που έχει γεροδεμένα από κατασκευής ή/και χοντρά μπούτια, τα οποία βγάζουν μάτι.

Βλ. και πόνι. Αντίστοιχος αντρικός χαρακτηρισμός: τσολιάς.

  1. - Γαμώ τα παστάκια η Ελενίτσα.
    - Λίγο μπουτού για τα γούστα μου.

  2. Δεν μου πάνε τα στενά παντελόνια, είμαι λίγο μπουτού.

(από sstteffannoss, 21/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified