Ξεχαρβαλώνω, ξηλώνω. Ας πούμε ξηλώνω από τη μασχάλη (άλλη ετυμό δεν βρίσκω, ούτε γουγλάρεται η λέξη).

- Πάμε για καφέ;
- Δε μπορώ, πάω συνεργείο. Παρολίγο να μου διαρρήξουν το αυτοκίνητο, ξεμασχαλίσανε την κλειδαριά, αλλά φαίνεται κάτι τους τρόμαξε και φύγανε.

Got a better definition? Add it!

Published