Μερικές σημασίες ακόμη:

  1. Ο δρόμος με πάρα πολλές στροφές που με λίγη φαντασία μοιάζει με το ελισσόμενο σώμα ενός φιδιού. Λέμε περισσότερο ότι ο δρόμος κάνει φιδάκια. Συχνά συμβαίνει σε βουνά και σε περιοχές με πολύ μεγάλη κλίση του εδάφους.

  2. Κλασικό παιδικό παιχνίδι, αγγλιστί snakes and ladders. Φαίνεται ότι έχει ινδική προέλευση. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μεταφορικά για περιπτώσεις μεγάλης εναλλαγής τύχης λόγω απρόβλεπτων περιστατικών και προς το καλό και προς το κακό.

  3. Στη Λεξιλογία το βλέπω ως αντίστοιχο του fishtailing δηλαδή της πλαγιολίσθησης του πίσω μέρους του οχήματος (βλ. κώλια) που με λίγη φαντασία θυμίζει κίνηση ψαριού ή φιδιού.

  1. Οδηγούσε καλά, αλλά μόλις άρχισε ο δρόμος τα φιδάκια ήταν άτσαλος στις στροφές και κοντέψαμε να ξεράσουμε.

  2. Ένα φιδάκι είναι η ζωή, πότε σε εκτοξεύει στα ουράνια, πότε σε ρίχνει στα τάρταρα.

Got a better definition? Add it!

Published

Το πράσινο σπιράλ αντικουνουπικό (εξ ου και η παρομοίωση με το φίδι) που μυρίζει καμένο δάσος και σιγοκαίεται επί ώρες πάνω σε ένα μεταλλικό καυλάκι και μας θυμίζει τα καλοκαίρια των παιδικών μας χρόνων.

Λέγεται και Κατόλ, από την πρώτη (;) μάρκα που κυκλοφόρησε για το είδος το πάλαι ποτέ.

Μην πασαλείβεσαι με αουτάν, έχω ανάψει φιδάκι.

(από Khan, 03/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified