Προέλευση < παπάρι (ανδρικό γεννητικό όργανο) + σκόνη

Παπαρόσκονη αποκαλούμε ένα άτομο μικρής ηλικίας το οποίο προσπαθεί να μιμηθεί συμπεριφορές μεγαλύτερων του χωρίς επιτυχία.

(Η συγκεκριμένη λέξη αποτελεί αρκετά παλαιό ιδιωματισμό και είναι λογικό με τα χρόνια να χρησιμοποιείται και με διαφορετικούς τρόπους).

- Εγώ λέω να πάμε φέτος στη Σύρο που απ' ό,τι ξέρω είναι γαμάτη!
- Εσύ μωρή παπαρόσκονη μη μιλάς δεν ξέρεις τίποτα.
- Καλά, sorry.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποδηλώνει την χαμηλή αξία (συνήθως χρήμα).

  1. Ο μισθός μου είναι παπαρόσκονη...

  2. Δώσε κάνα φράγκο παραπάνω, αυτά που μου δίνεις είναι παπαρόσκονη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλούμε κάποιο προσφιλές άτομο όταν θέλουμε να το πειράξουμε χαριτολογώντας.

- Πού εξαφανίστηκες μωρή παπαρόσκονη; Έναν μήνα έχουμε να μιλήσουμε, το ξέρεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified