Συναντάται στο ουδέτερο («χημισμένο») και σημαίνει το προϊόν (κυρίως το ελαιόλαδο) που έχει ελεγχθεί και πιστοποιηθεί από το γενικό χημείο του κράτους.

Από τη λέξη χημεία, εννοείται.

Ζαργκόν των λαδάδων. Δεν εντοπίστηκε στον γούγλη.

Μόνο χημισμένο εξάγεται το λάδι, αλλιώς ξέχνα το.

Got a better definition? Add it!

Published