Επί τόπου. Με λογοπαίγνιο με το πέος (και καλά «επί το πέος») και με ένα χμου καθαρεύουσας («επιτοπίως»).
Να μου το φέρεις εδώ, επιτοπέως!
Got a better definition? Add it!
Published 2013-02-02 20:37:00+00:00 Last modified 2015-06-26 04:55:07+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.