Επί τόπου. Με λογοπαίγνιο με το πέος (και καλά «επί το πέος») και με ένα χμου καθαρεύουσας («επιτοπίως»).

Να μου το φέρεις εδώ, επιτοπέως!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified