Εννοείται το τσιγάρο. Περίπτωση κατά την οποία κομματάκια από το φρεσκοτριμμένο καπνό και κάθε άλλο «αρωματικό βότανο» που περιέχεται στο τσιγάρο, διαφεύγουν μέσα από μια κακοστριμμένη τζιβάνα και καταλήγουν στο στόμα του ρουφώντα θεριακλή, ο οποίος αναγκάζεται να προβεί στο χαρακτηριστικό πολυβόλο φτύσιμο –φτου!-φτου!-φτου!σιχτιρίζοντας παράλληλα τον άμπαλο στρίφτη, καθώς όλη η μαστοριά του μπάφου ως γνωστόν βρίσκεται στην τζιβάνα.

Ρε πότε θα μάθετε να στρίβετε κανα τσιγάρο της προκοπής, απ' το πρωί έχει στεγνώσει ο στόμας μου να φτύνω, παρ' το από δω, ταΐζει, επόμενος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified