Φτηνιάρης (ελληνοαμερικάνικο - από το αγγλικό «cheap»).

- Πάλι χτύπησα σκληρό...
- Αφού είσαι τόσο τσίπης που παίρνεις τα χειρότερα, ρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified