Πρακτική, τέχνασμα, πρόσωπο ή γεγονός που ελκύει ψήφους με (υποτίθεται) ακαταμάχητο τρόπο. Κάτι αντίστοιχο δηλαδή των μουνοπαγίδα, γκομενοπαγίδα, καυλοπαγίδα, πουτσοπαγίδα κ.τ.ό., αλλά στο πολιτικό επίπεδο. Λ.χ. ο διορισμός στο Δημόσιο για να φέρουμε ένα τυχαίο παράδειγμα.

Κάπως πιο φιλοσοφικά μπορεί να εννοήσει και γενικά το (μαζο)δημοκρατικό σύστημα που μας βάζει στο τριπάκι να ψηφίζουμε και να νομίζουμε ότι είμαστε κυρίαρχος λαός και αποφασίζουμε για την τύχη μας, και έτσι δεν κάνουμε άλλα πράγματα, όπως λ.χ. να επαναστατήσουμε λεωγωτώρα. Είναι η κατάσταση που περιγράφεται ως ότι ψηφίζω μια φορά στα τέσσερα χρόνια για να έχω το άλλοθι να είμαι καναπεδάκιας όλο τον άλλο καιρό. Σε αυτήν την περίπτωση ολόκληρο το σύστημα της κοινοβουλευτικής αστικής δημοκρατίας ονομάζεται ψηφοπαγίδα ή μετωνυμικώς η κάλπη.

1.α. Επειδή το μοίρασμα χρημάτων και θέσεων αργομισθίας αποτελεί επιτυχημένη ψηφοπαγίδα, στο μοντέλο παραδόθηκε και η δεξιά, της οποίας ούτως ή άλλως η κυριότερη παράδοση ήταν το πελατειακό δούναι και λαβείν. Το μοντέλο της μεταπολίτευσης δημιούργησε μια κοινωνία που αγνοεί πως η βάση μιας βιώσιμης οικονομίας είναι ο ανταγωνιστικός ιδιωτικός τομέας. (Εδώ).

β. Την Τετάρτη που έρχεται ο Τσίπρας να τον πάρει η Διώτη να πάνε μια βόλτα και στον Τύρναβο. Έχει δεν έχει δημοτικό συμβούλιο, τζερτζελές θα γίνει... Άσε που θα’ ναι και ψηφοπαγίδα! (Εδώ).

  1. μοναδικός τρόπος αντίδρασης και αντίστασης είναι η πλήρης αποχή από τις εκλογές και την «ψηφοπαγίδα» που μας στήνουν κάθε τόσο. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published