Παροιμιώδης έκφραση (προερχόμενη από σαρδάμ του Εθνάρχη που ασυναίσθητα ενέπλεξε τη Δύση), αναφερόμενη στο νεοελληνικό δαιμόνιο του οποίου η άσβεστη επιχειρηματική φλόγα και η ανερμάτιστη αισθητική κατά τις δεκαετίες 90-00 συνετέλεσε στον σημερινό οργασμό ανάπτυξης και πολιτισμού, μετατρέποντας τη χώρα σε τουριστικό φέρετρο.

Θαμώνες των ευαγών ιδρυμάτων, στα οποία υπηρέτησε τη θητεία της η γνωστή αοιδός, τα κατεξοχήν πρωτότοκα τέκνα του κοινωνικό-πολιτικού γίγνεσθαι,φανατικοί οπαδοί του καραφλάζ,ορκισμένοι ευεργέτες της Παναγίας της Κτηματομεσίτριας και ανυπέρβλητοι βιρτουόζοι του γκεϊμπέκικου.

Συνοδευόμενοι και συνεπικουρούμενοι από γνωστές-ημίγνωστες-άγνωστες ξεπλυμένες μπαλότσες και καυλόγριες, ενώ σπανιότερα από τριφασικά (μουνιά), αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά της σημερινής αρχαιολαγνοπατσαβουροτουρκοβυζαντινεοελληνικής ελίτ.

Η ανωτέρω ελίτ εξανίσταται σήμερα σαν να την χτύπησε η Παναγία με το τάβλι ,γιατί «σώθηκαν» τα μπικικίνια, μαράθηκε το μαρούλι και που όσο κι' αν το απέφευγε όπως o διάολος το λιβάνι, το κληροδότημά της θα μείνει στην ιστορία ως ο κλασικός ο μαλάκας ο Έλληνας.

2009-2013

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified