Προμηθεύει με στόρια εμπορικά πλοία. Από τον αγγλικό όρο «ships chandler».

Μεγάλη γκαντεμιά αυτό το μπάρκο. Δεν θα φουντάρει το βαπόρι, οπότε άδικα περιμέναμε τον σιψάντη. Πάλι με βαπορέτα θα την βγάλουμε...

Chas Chandler, o μπασίστας των Animals (από allivegp, 05/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified