Πατώ + άτσαλα. Περπατώ και πατώ άγαρμπα, χωρίς να προσέχω που βάζω τα πόδια μου.

Το φελέκι μου δηλαδή...
— Τι έπαθες ρε Θανάση;
— Είχα βάλει κάτι πρασινάδες να φυτρώσουνε αλλά ήρθαν να παίξουν στο οικόπεδό μου κάτι κωλόπαιδα και τις τσαλαπατήσανε. Του αλλάξανε τα φώτα. Ούτε που κοιτάζουνε πού πάνε. Όλα γραμμένα τα έχουνε γαμώτο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified