Ένα από τα εις -ίδης, που δηλώνει τον άχρηστο με ένα ποντιακό ζενεσεκουά.

Πάσα: Σφυρίζων.

  1. Ο Αχρηστίδης που κυβερνάει θέλει και συναίνεση (από τους υπόλοιπους άχρηστους) Αι στα διάλα βραδιάτικα που κάθομαι και βλέπω και ειδήσεις. (Από το Τουίτερ).

2. Όμως ρε παιδάκι μου αυτός ο Αχρηστίδης είναι τελείως στούρνος, έχει παραγίνει το κακό του και μας εκθέτει.

3. για να κάνει τα στραβά μάτια ο εφοριακός για τις εξώφθαλμες φορολογικές παραβάσεις τους, για να πάρει ο αχρηστίδης οδηγός δίπλωμα;

4. Υπέθεσα οτι φταίει το ρεύμα, αλλα φοβάμαι να τα πειράξω γιατι ειμαι όλίγον αχρηστίδης.

Got a better definition? Add it!

Published