Ξενάδελφος στα Αρκαδικά, ειναι ο αδελφοποιτός.
Μα 'κανα μια ξενάδερφη, να πλένει τα σκουτιά μου. (από δημοτικό τραγούδι)
Ξενάδελφος στα Αρκαδικά, ειναι ο αδελφοποιτός.
Μα 'κανα μια ξενάδερφη, να πλένει τα σκουτιά μου. (από δημοτικό τραγούδι)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified