Ρήμα μάλλον νέας κοπής, που έχει, όσο και να πεις, κάποια πλεονεκτήματα. Δεν είναι τόσο φλώρικο όσο το κάνω έρωτα, δεν είναι τόσο μπρουτ φακτ όσο το κάνω σεξ, δεν είναι κακόσημο και κραγμένο όσο τα γαμιέμαι, πηδιέμαι, δεν είναι χαζό υπονοούμενο όπως το το κάνω. Αντιθέτως και ψιλομαγκίτικο είναι, και ανάλαφρο, και χαριτωμενίστικο έως ψιλογουτσιστικό οπότε συντρέχουν λόγοι για να φορεθεί, μεταξύ των οποίων και ο απλός λόγος ότι κάποιες φορές χρειάζεται να χρησιμοποιήσεις μια μη συναισθηματικώς φορτισμένη λέξη, η οποία όμως να μην είναι και υπερβολικά κυριλέ.

- Πώς πήγε με το Λίλιαν στο ΣουΚού;
- Ε μηνυματιστήκαμε αβέρτα, και αφού φαινόταν ότι το μωρό ψαχνόταν έκανα τις κινήσεις και τελικά σεξαριστήκαμε τρελά χτες.

Ζητιάνα του έπους της Λιλιάδας (από Khan, 02/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published