Άνθρωπος που παρομοιάζεται με κωλοσφούγγι, με κωλόπανο, οπότε είναι κωλοχαρακτήρας, αηδιαστικός, εμετικός, αλλά κυρίως κωλογλείφτης και ορντινάντσα κάποιου ισχυρότερου. Λέγεται και σφουγγοκωλάριος ώστε να έχει ένα ζενεσεκουά βυζαντινού παλατιού. Επίσης και σκατοσφούγγης.

1. Ο Βενιζέλος όμως; Ο κωλοσφούγγης των Άγγλων; Αυτός δεν έχει την ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ευθύνη; (σ.ς.: Δεν συμμεριζόμαστε την απόδοση του χαρακτηρισμού, αλλά απλώς καταγράφουμε την γλωσσική χρήση)

Got a better definition? Add it!

Published