Αλάτι και κυρίως στον πληθυντικό αλάτια, χρησιμοποιείται ως η πρέπουσα απάντηση σε ναιμεναλλάδες, τους οποίους δέον να διακόψουμε προτού να ολοκληρώσουν το δεύτερο σκέλος της φράσης τους που ξεκινάει με το αλλά (βλ. παραδείγματα για το σωστό τάιμινγκ). Πρόκειται δηλαδή για μια γείωση, όπως το καλάμια και παλούκια, που λέμε όταν ο άλλος μας λέει «καλά», το μπαμπάκια, όταν ο άλλος λέει «μπα» ή «μπαμπά», το μαμούνια για το «μαμά», το τυρί για το «τι;» κ.ο.κ., με την διαφορά ότι πρέπει με τσαμπουκά, ταχύτητα και αποφασιστικότητα να κόψουμε τον ναιμεναλλά προτού ολοκληρώσει.

  1. - Κοίτα, εγώ ρατσιστής δεν είμαι, αλλά...
    - Αλάτια!

  2. - Εντάξει τώρα, το ξέρω ότι οι χρυσαυγίτες είναι φασιστάκια, αλλά...
    - Αλάτια!

(από Khan, 19/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published