Στο ιδίωμα των ναυτικών, είναι πεπαλαιωμένη αργκοτική ονομασία για τον ναύτη της κουβέρτας ή καταστρώματος. Έχει απαθανατιστεί μεταξύ άλλων από τον Νίκο Καββαδία στο ποίημα Μουσώνας (Τραβέρσο 1975) για ένα γλωσσάρι των ποιημάτων του οποίου βλ. εδώ.

  1. Κοράλλι ο κατραμόκωλος βαστάει να σε φιλέψει.
    Γιατί μπήγεις τα νύχια σου στη σάπια κουπαστή;
    Είν’ ένα φάδι αθώρητο και μου μποδάει τη βλέψη.
    Γαλάζιο βλέπω μοναχά, γαλάζιο και σταχτί. (Από το ποίημα Μουσώνας του Νίκου Καββαδία, ποιητική συλλογή Τραβέρσο, 1975)

  2. Γιατί μου τόκανες ετούτο το κακό, γιου μπάντ μπόη; Τί softexα;
    Εγώ δε σ’ έστειλα να μου γίνεις μούδε λοστρόμος και κατραμόκωλος, μούδε αλητήριος και σκοινοπαλούκης σαν και το Γιαννάκη τση Σταυρούλας, που τα’ δαμε τα χαΐρια του δα, όλο με κάτι ξετσίπωτες εγύρναγε απο πόρτο σε πόρτο, ώσπου άρπαξε το σκουλαμέντο του κι ευχαριστήθηκε.
    (Ο Ανκλ Χοτζ από Οκλαχόμα γράφει στο ανηψούδι Τζήζας εδώ)

3. Πρώην ναυτικός , ¨κατραμόκωλος¨ ο καπετάν Μήτσος που τα μάτια του χόρτασαν μπουλμέ και η ψυχή του μαύρισε από τα σικέ ναυάγια και τα βρώμικα μεταπολεμικά μπάρκα , παράτησε τους ωκεανούς , πήρε πριόνι σκαρπέλο και σφυρί , ναυπήγησε με μεράκι την βάρκα του (Γαϊτα λεγόμενη στους τόπους του) και ξύπνησε χάραμα για να σηκώσει το παραγάδι του.

4. Εγώ ήμουν απλά Δόκιμος καταστρώματος, κατραμόκολος,
έβλεπα, άκουγα και μάθαινα. Πέρασαν αρκετά χρόνια για να γίνω
γνώστης των πλοίων και κυρίως της ναυτικής τέχνης, κατάρτισης
και της ναυτικής ζωής των ποντοπόρων πλοίων και των θαλασσοπόρων
ναυτικών.

(από Khan, 10/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified