Γάμια: η ύπουλη πουστάρα, η πουτάνα, όταν κάποιος είναι πονηρός με ερμαφροδιτήσιο ύφος και τρόπο..
Όταν κοροϊδεύει κάποιος και σου σπάει τα αρχίδια, γιατί είναι μες τη κακία την αδελφίστικη.
-Σκάσε μωρή γάμια, βούλωσ' το το μπουρδελάκι σου!
Γάμια: η ύπουλη πουστάρα, η πουτάνα, όταν κάποιος είναι πονηρός με ερμαφροδιτήσιο ύφος και τρόπο..
Όταν κοροϊδεύει κάποιος και σου σπάει τα αρχίδια, γιατί είναι μες τη κακία την αδελφίστικη.
-Σκάσε μωρή γάμια, βούλωσ' το το μπουρδελάκι σου!
Βλ. και κακός πούστης. Σχετικό: λάμια.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified