Από το γαλλικό je t'aime (= σ' αγαπώ), βλ. και ζετεμάκι, είναι επίθετο που δηλώνει άνθρωπο ρομαντικό, ευεπίφορο στην καψούρα, ερωτύλο ή και ναρκισσευόμενο με την ερωτική του εικόνα. Ή απλά σούργελο από αυτά που πρωταγωνιστούσαν στην εκπομπή Ζετέμ της Ανίτας Πάνια. Έχω ακούσει και το επίθετο ζετεμιάρικος από τον Σταμάτη Κραουνάκη, για να σημάνει τραγούδια ναμαγαπάδικα.

1. Για να πεταχτεί ο jeune premier της κλιμακτήριου και πεταλούδα των παρασκηνίων, η αλογόμυγα των συμφερόντων και ο yes-man των ισχυρών, ο ζετεμιάρης δήμαρχος αυτής της πόλης που μέχρι και σημαία της άλλαξε, για να σφίξει με αυτό το ζαχαροδιαβητικό και δυσκοίλιο χαμόγελό του των Ολυμπιονικών τα ατσάλινα χέρια.

2. Ζετεμιάρης αισθηματίας blogger μεταδίδει...
μόλις ήρθα σπίτι από το Sodade. Φρίκη. Αυτή η κοπέλα που παίζει μουσική όταν δεν παίζει μουσική ο Αντώνης είναι εντελώς ντεκαυλέ. Δεν την καταλαβαίνω Χριστό. Παίζει όλα τα κουλά ρεμήξ των κουλών ροκ επιτυχίων (μέχρι και το ρεμήξ του exit music των radiohead έπαιξε απόψε, το οποίο exit music απλά δεν το αγγίζεις, είναι ιερό κομμάτι...) και τις παίζει του ανελέητου: 7 λεπτά διαρκεί το κουλό ρεμήξ; 7 λεπτά θα το παίξει, όλο. Μπόοοοοοοοοοοοριγκ! έλεος, λυπήσου μας, μία καθημερινή έχω να βγω και εγώ....

(από Khan, 13/04/14)Από την Καλυψώ Λάρα. (από Khan, 21/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published