Ο/Η ομογενής από την πρώην Σοβιετική Δημοκρατία της Γεωργίας. Εκ του Ρωσσοπόντιος, Ρ.Π., ή τελικά ρου-που.

Η Δήμητρα προσέλαβε μια ρου-που να κοιτάει τον άρρωστο πατέρα της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified