μουφρούζης, -α
Ο/η συνοφρυωμένος/-η που κάνει ναζάκια.
Είναι μουφρούζα σήμερα γιατί δεν τις κάναμε τα χατίρια.
μουφρούζης, -α
Ο/η συνοφρυωμένος/-η που κάνει ναζάκια.
Είναι μουφρούζα σήμερα γιατί δεν τις κάναμε τα χατίρια.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified