Έρχομαι στα χέρια, μαλώνω με χειροδικίες, συμπλέκομαι.

Εμένα που με βλέπετε έτσι ήρεμο παλιά αρπαζόμουνα πιο εύκολα. Μη μου λέγανε κανένα υπονοούμενο, καμιά μπηχτή για τίποτα ύποπτο, δεν σήκωνα κουβέντα. Με κάναν-δύο παραλίγο ν' αγκαλιαστούμε μπροστά στον κόσμο, μεγάλοι άνθρωποι.

Got a better definition? Add it!

Published